ἄτριχος

ἄτριχος
ἄτρῐχος, ον,
A = ἄθριξ, without hair, Call.Dian.77, Gal.4.572.
2 Subst., serpent, Hes.Fr.96.91.
3 preventing the growth of hair, Aët.1.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άτριχος — άτριχος, η, ο και ατρίχωτος, η, ο αυτός που δεν έχει τρίχες: Όλο το πάνω μέρος του κεφαλιού του ήταν άτριχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄτριχος — without hair masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτριχος — η, ο (AM ἄτριχος, ον) αυτός που δεν έχει μαλλιά ή γένεια αρχ. ως ουσ. ὀ ἄτριχος είδος ερπετού …   Dictionary of Greek

  • ἄτριχον — ἄτριχος without hair masc/fem acc sg ἄτριχος without hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρίχοις — ἄτριχος without hair masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρίχων — ἄτριχος without hair masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρίχῳ — ἄτριχος without hair masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτριχα — ἄτριχος without hair neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτριχοι — ἄτριχος without hair masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθριξ — ἄθριξ, ο, η (Α) [θρίξ] ο χωρίς τρίχες, άτριχος …   Dictionary of Greek

  • άμαλλος — η, ο (Μ ἄμαλλος, ον) (κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχωμα ή χνούδι νεοελλ. (για πρόσωπα) άτριχος, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ + μαλλός «μαλλί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”